- κοπανιστός
- -ή, -όαυτός που έχει παρασκευαστεί με κοπάνισμα, κοπανισμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοπανιστός — ή, ό (ΑM κοπανιστός, ή, όν) [κοπανίζω] 1. κοπανισμένος, παρασκευασμένος με κόπανο, με κοπάνισμα 2. χτυπημένος στο γουδί, συντριμμένος, κονιορτοποιημένος νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η κοπανιστή είδος μαλακού τυριού με πιπεράτη γεύση 2. φρ. «αέρας… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
ακοπάνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κοπανιστεί, δεν έχει χτυπηθεί με κόπανο για να τριφτεί «ακοπάνιστο αλάτι», ή στο αλώνισμα «ακοπάνιστο σιτάρι», για να αφαιρεθεί το βούτυρο «ακοπάνιστο γάλα», για να φύγουν οι λεκέδες «ακοπάνιστα ρούχα», «ακοπάνιστες… … Dictionary of Greek
κοπανιστή — η βλ. κοπανιστός … Dictionary of Greek
στουμπιστός — και στουμπιχτός, ή, ό, Ν [στουμπίζω] χτυπημένος με στούμπο, κοπανιστός … Dictionary of Greek
τρισκοπάνιστος — ον, Α φρ. «ἄρτος τρισκοπάνιστος» ψωμί από πολύ λεπτό αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ /τρι * + κοπανιστός (< κοπανίζω)] … Dictionary of Greek
τριψείδιον — και τριψίδιον, τὸ, ΜΑ, και τριψίδιν Μ είδος μπαχαρικού, πιθανώς η κανέλα μσν. (στον τ. τριψίδι[ο]ν) (με σημ. επιθ.) αλεσμένος, κοπανιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ τού τρίβω (πρβλ. αόρ. ἔ τριψ α) + κατάλ. (ε)ίδιον (πρβλ. ταξ [ε] ίδιον)] … Dictionary of Greek
τσακιστός — ή, ό, Ν [τσακίζω] 1. τσακισμένος, κοπανιστός («τσακιστές ελιές») 2. διπλωμένος 3. το θηλ. ως ουσ. η τσακιστή ναυτ. α) η δηκτή β) ο ποδόδεσμος 4. φρ. α) «δεν έχω πεντάρα τσακιστή» ή, απλώς, «δεν έχω τσακιστή» δεν έχω καθόλου χρήματα β) «δεν δίνω… … Dictionary of Greek
κοπανάω — (σπάν. κοπανώ), κοπάνησα, κοπανισμένος βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: κοπανάω : ο τύπος κοπανίζω (Τριανταφυλλίδης, 1941, σελ. 358) δε χρησιμοποιείται πια στην κοινή νεοελληνική. Έχει επιβιώσει η μτχ. κοπανισμένος και το επίθετο κοπανιστός … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τσακιστός — ή, ό 1. χτυπημένος, σπασμένος, κοπανιστός: Τσακιστές ελιές. 2. διπλωμένος, διπλωτός: Τσακιστό ραβασάκι. 3. το θηλ. ως ουσ., τσακιστή, α. ο ποδόδεσμος στα πλοία, το δέσιμο της σκότας. β. ασήμαντο κέρδος, τίποτε: Δεν έχω (δεκάρα) τσακιστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)